Θα ήσουν ευτυχισμένος αν ζούσες έναν όροφο κάτω απ’ τον παράδεισο; - 4.00€
Συλλογή Εμπνευσμένων Αποφθεγμάτων: Θα ήσουν ευτυχισμένος αν ζούσες έναν όροφο κάτω απ’ τον παράδεισο; (Ισορροπώντας ανάμεσα στην πιο έξυπνη σιωπή και την πιο χαζή λέξη)
Ζώντας ανάμεσα στις ερωτήσεις της αβύσσου και στις απαντήσεις της κορυφής.Σ’ αυτούς που αρνούνται να ζήσουν σ’ έναν κόσμο που κυβερνούν τα μυαλά και οι καρδιές έχουν κρυφτεί μες σ’ ό,τι δεν μπορούν οι ίδιες να αισθανθούν
Σε μια μονομαχία με την αυτοπεποίθησή του ο Παύλος πρόκειται να ανακαλύψει ότι δεν μπορεί να φιλονικήσει με το μέλλον του χωρίς να φιλονικήσει με την αγαπημένη μορφή του παρελθόντος του, εκείνη που η αυτοπεποίθησή του σκόπιμα έχει ξεχάσει στο πιο ορατό σημείο της μνήμης του. Βλέπετε, η σιωπή δεν είναι μόνο ο θάνατος μιας λέξης, είναι επίσης ο θάνατος μιας αυτοπεποίθησης. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχουν ευαίσθητες καρδιές, μόνο καρδιές που δεν βρίσκουν πλέον ωφέλιμο να αισθάνονται. Είναι ψευδαισθήσεις τα δώρα που δίνει το εγώ ενός ανθρώπου στην ανοησία του; Είναι το πιο πιθανό, επειδή ο πλούσιος είναι το άτομο που δεν μπορεί να ανάψει τα φώτα σε εκείνο το δωμάτιο του μυαλού του όπου η φτώχεια του ζει μόνιμα. Κάνοντας τα πάντα για να ξεχάσει ότι έχει ορίσει τον εαυτό του τον αγαπημένο υπηρέτη των πιο απότομων βράχων που ζουν μέσα του, αυτοί που καταπίνουν τις αλήθειες της οικονομικής θέσης και φτύνουν ασάφειες πρώτης θέσης, ο Παύλος σύντομα θα ανακαλύψει ότι είναι το φιλοδώρημα που δίνει στην αυτογνωσία του, ώστε να τον αφήσει να ζήσει άλλη μια μέρα χωρίς να του κάνει πάρα πολλές ερωτήσεις.
Δυο αδελφικοί φίλοι, ο Γιάννης και ο Μάρκος, στη διάρκεια της πρώτης μέρας των διακοπών τους βρίσκονται σε μια παραλία στις δυο το πρωί προσπαθώντας να βρουν τρόπο να ξαλαφρώσουν από το επιπλέον βάρος που κουβάλησαν για λογαριασμό του ανθρώπου που ο καθένας τους διάλεξε να είναι κατά τη διάρκεια της μέρας που μόλις τέλειωσε. Και οι δύο έχουν φέρει το βάρος αυτό στο μαγαζί της αυτογνωσίας τους για να το εξαργυρώσουν, μήπως και καταφέρουν έτσι να μάθουν ποιο είναι το κέρδος που αποκόμισαν μεταμορφώνοντας για μερικές ώρες τον εαυτό τους ταυτόχρονα σε κάτι παραπάνω απ’ ό,τι η λογική τους θα ήθελε να είναι και σε κάτι λιγότερο απ’ ό,τι η ψυχή τους άντεχε να γίνει. Με διαφορετική τεχνική ο καθένας παλεύει πάλι μετά από καιρό να θυμηθεί πώς απελευθερώνεται κανείς από την υποχρέωση να δείχνει στους γύρω κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που βλέπει όταν κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη που του φέρνει η συνείδησή του και του στήνει απέναντι από τις ερωτήσεις εκείνες που εδώ και χρόνια φοβάται ο ίδιος να της κάνει. Έχουν φέρει μαζί τους μόνο ό,τι είναι πιο βαρύ από μια συνείδηση που δεν αντέχει να πολεμάει άλλο την αλήθεια της και ό,τι είναι πιο ελαφρύ από έναν εγωισμό που δεν χρειάζεται να νικήσει το επόμενο λεπτό του ιδιοκτήτη του για να νιώσει χρήσιμος.
Πώς λένε το ψέμα που θέλει να πει αλήθεια; Πώς λένε το δισταγμό που θέλει να τολμήσει; Δεν μπορώ να θυμηθώ τ’ όνομά τους αλλά ξέρω ότι είναι αυτά που χαμηλώνουν το φως του δωματίου κάθε φορά που ξεκουμπώνω τα κουμπιά της ψυχής μου και ανοίγω το πουκάμισο στο ύψος του στήθους για να δείξω τον εαυτό μου στην αυθεντικότητά μου.
Ζώντας ανάμεσα στις ερωτήσεις της αβύσσου και στις απαντήσεις της κορυφής.Σ’ αυτούς που αρνούνται να ζήσουν σ’ έναν κόσμο που κυβερνούν τα μυαλά και οι καρδιές έχουν κρυφτεί μες σ’ ό,τι δεν μπορούν οι ίδιες να αισθανθούν
Σε μια μονομαχία με την αυτοπεποίθησή του ο Παύλος πρόκειται να ανακαλύψει ότι δεν μπορεί να φιλονικήσει με το μέλλον του χωρίς να φιλονικήσει με την αγαπημένη μορφή του παρελθόντος του, εκείνη που η αυτοπεποίθησή του σκόπιμα έχει ξεχάσει στο πιο ορατό σημείο της μνήμης του. Βλέπετε, η σιωπή δεν είναι μόνο ο θάνατος μιας λέξης, είναι επίσης ο θάνατος μιας αυτοπεποίθησης. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχουν ευαίσθητες καρδιές, μόνο καρδιές που δεν βρίσκουν πλέον ωφέλιμο να αισθάνονται. Είναι ψευδαισθήσεις τα δώρα που δίνει το εγώ ενός ανθρώπου στην ανοησία του; Είναι το πιο πιθανό, επειδή ο πλούσιος είναι το άτομο που δεν μπορεί να ανάψει τα φώτα σε εκείνο το δωμάτιο του μυαλού του όπου η φτώχεια του ζει μόνιμα. Κάνοντας τα πάντα για να ξεχάσει ότι έχει ορίσει τον εαυτό του τον αγαπημένο υπηρέτη των πιο απότομων βράχων που ζουν μέσα του, αυτοί που καταπίνουν τις αλήθειες της οικονομικής θέσης και φτύνουν ασάφειες πρώτης θέσης, ο Παύλος σύντομα θα ανακαλύψει ότι είναι το φιλοδώρημα που δίνει στην αυτογνωσία του, ώστε να τον αφήσει να ζήσει άλλη μια μέρα χωρίς να του κάνει πάρα πολλές ερωτήσεις.
Δυο αδελφικοί φίλοι, ο Γιάννης και ο Μάρκος, στη διάρκεια της πρώτης μέρας των διακοπών τους βρίσκονται σε μια παραλία στις δυο το πρωί προσπαθώντας να βρουν τρόπο να ξαλαφρώσουν από το επιπλέον βάρος που κουβάλησαν για λογαριασμό του ανθρώπου που ο καθένας τους διάλεξε να είναι κατά τη διάρκεια της μέρας που μόλις τέλειωσε. Και οι δύο έχουν φέρει το βάρος αυτό στο μαγαζί της αυτογνωσίας τους για να το εξαργυρώσουν, μήπως και καταφέρουν έτσι να μάθουν ποιο είναι το κέρδος που αποκόμισαν μεταμορφώνοντας για μερικές ώρες τον εαυτό τους ταυτόχρονα σε κάτι παραπάνω απ’ ό,τι η λογική τους θα ήθελε να είναι και σε κάτι λιγότερο απ’ ό,τι η ψυχή τους άντεχε να γίνει. Με διαφορετική τεχνική ο καθένας παλεύει πάλι μετά από καιρό να θυμηθεί πώς απελευθερώνεται κανείς από την υποχρέωση να δείχνει στους γύρω κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που βλέπει όταν κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη που του φέρνει η συνείδησή του και του στήνει απέναντι από τις ερωτήσεις εκείνες που εδώ και χρόνια φοβάται ο ίδιος να της κάνει. Έχουν φέρει μαζί τους μόνο ό,τι είναι πιο βαρύ από μια συνείδηση που δεν αντέχει να πολεμάει άλλο την αλήθεια της και ό,τι είναι πιο ελαφρύ από έναν εγωισμό που δεν χρειάζεται να νικήσει το επόμενο λεπτό του ιδιοκτήτη του για να νιώσει χρήσιμος.
Πώς λένε το ψέμα που θέλει να πει αλήθεια; Πώς λένε το δισταγμό που θέλει να τολμήσει; Δεν μπορώ να θυμηθώ τ’ όνομά τους αλλά ξέρω ότι είναι αυτά που χαμηλώνουν το φως του δωματίου κάθε φορά που ξεκουμπώνω τα κουμπιά της ψυχής μου και ανοίγω το πουκάμισο στο ύψος του στήθους για να δείξω τον εαυτό μου στην αυθεντικότητά μου.